στιλέτο — το (λ. ιταλ.), είδος μαχαιριού: Κάρφωσε το στιλέτο στην πλάτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφοστιλετιά — και αδερφοστιλετιά, η πηγή που προξενήθηκε από αδελφό σε αδελφό με στιλέτο, αδελφοβάρεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + στιλετιά < στιλέτο] … Dictionary of Greek
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
εγχειρίδιο — Βιβλίο μικρού σχήματος, το οποίο –με τρόπο σαφή και λεπτομερειακό– περιλαμβάνει τις ουσιώδεις γνώσεις για ένα συγκεκριμένο θέμα. Για πολλούς αιώνες τα βιβλία που προορίζονταν για τη μόρφωση και τη θρησκευτική λατρεία παρουσιάζονταν ως τεράστιοι… … Dictionary of Greek
πουνιάλο — το, Ν μαχαίρι, στιλέτο («αράσσου κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pugnale «εγχειρίδιο, ξιφίδιο»] … Dictionary of Greek
πουνιαλιά — η, Ν χτύπημα με πουνιάλο, δηλαδή με στιλέτο, μαχαιριά («τόν ηύρηκε η πουνιαλιά εκεί που τόν εκράτει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνιάλο + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
προβόσκηση — η, Ν (φυτοπαθ.) οι σύντομες διερευνητικές ή δοκιμαστικές διεισδύσεις τού στιλέτου τών αφίδων στα επιφανειακά κύτταρα τού φυτού, σε αντιδιαστολή με τη βόσκηση, οπότε το στιλέτο φθάνει ώς τους αγγειώδεις ιστούς … Dictionary of Greek
εγχειρίδιο — το 1. μικρό φονικό μαχαίρι με αμφίστομη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, κάμα, στιλέτο, λάζος. 2. σύντομο σύγγραμμα, που περιέχει τις βασικότερες γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης: Εγχειρίδιο φυτολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμα — η (λ. περσ.), μαχαίρι με δίκοπη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, στιλέτο: Τον κάρφωσε με την κάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)